- ῥυσίπολις
- ῥῡσίπολις , ῥυσίπολιςsaving the citymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρυσίπολις — και ποιητ. τ. ῥυσίπτολις, εως, ὁ, ἡ, Α (συν. ως προσωνυμία τής Αθηνάς αλλά και τού Νεοπτολέμου) υπερασπιστής, σωτήρας τής πόλης («ῥυσίπολις γενοῡ Παλλάς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω»… … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
ρυσίπτολις — όλεως, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. ῥυσίπολις … Dictionary of Greek
ῥυσίπολιν — ῥῡσίπολιν , ῥυσίπολις saving the city masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)